ἡνιοχῶ — ἡνιοχέω hold the reins pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἡνιοχέω hold the reins pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡνιόχω — Ἡνίοχος masc nom/voc/acc dual Ἡνίοχος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιόχω — ἡνίοχος one who holds the reins masc nom/voc/acc dual ἡνίοχος one who holds the reins masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡνιόχῳ — Ἡνίοχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιόχῳ — ἡνίοχος one who holds the reins masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡνιόχωι — Ἡνιόχῳ , Ἡνίοχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιόχωι — ἡνιόχῳ , ἡνίοχος one who holds the reins masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έθω — ἔθω (Α) 1. είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να... («κακὰ πόλλ ἔρδεσκεν ἔθων» διέπραττε πολλά κακά, κατά τη συνήθεια του) 2. (παρακμ. και υπερσ.) φρ. «ὡς εἰῶθε», «ὥσπερ εἰώθει»* όπως συνηθίζεται 3. (μτχ. παρακμ. αρσ.) ο συνήθης, ο συνηθισμένος… … Dictionary of Greek
επιτέλλω — (I) ἐπιτέλλω (Α) 1. διατάσσω, δίνω εντολή, παραγγέλλω (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῑς ἐπιτείλω», Ομ. Ιλ. β. «ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. επιβάλλω κάτι, καθορίζω με διαταγή («καὶ ἐμοὶ… … Dictionary of Greek
ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… … Dictionary of Greek